ἀνάλογος — according to a due masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλογος — η, ο (Α ἀνάλογος, ον) 1. ο σύμφωνος με τον προσήκοντα λόγο, αυτός που έχει ομοιότητα, αντιστοιχία, συμμετρία με κάποιον, αντίστοιχος, σύμμετρος 2. σχεδόν όμοιος, ισοδύναμος, αντάξιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανάλογο το μερίδιο (λογαριασμού,… … Dictionary of Greek
ανάλογος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει αναλογία με κάτι, αντίστοιχος, συμμετρικός: Τα έξοδά του δεν είναι ανάλογα με τα έσοδά του. 2. (μαθημ.), «ποσά ανάλογα» λέγονται εκείνα στα οποία ο πολλαπλασιασμός του ενός με κάποιον αριθμό συνεπάγεται τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλογώτερον — ἀνάλογος according to a due masc acc comp sg ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc comp sg ἀνάλογος according to a due adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογώτατον — ἀνάλογος according to a due masc acc superl sg ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλόγως — ἀνάλογος according to a due adverbial ἀνάλογος according to a due masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλογον — ἀνάλογος according to a due masc/fem acc sg ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλογίζω — [ανάλογος] 1. κάνω κάτι ανάλογο προς κάτι άλλο 2. διανέμω, μοιράζω κατ αναλογία … Dictionary of Greek
ἀναλογωτάτην — ἀνάλογος according to a due fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογωτάτου — ἀνάλογος according to a due masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογωτέρως — ἀνάλογος according to a due masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)